καμπύλος

καμπύλος
καμπύλος [pron. full] [ῠ], η, ον, ([etym.] κάμπτω)
A bent, curved, opp. εὐθύς, of a bow,

κ. τόξα Il.3.17

, etc.;

ἅρμα 5.231

; κ. κύκλα, of wheels, ib.722;

ἄροτρα h.Cer.308

, Sol.13.48;

δίφρος Pi.I.4(3).29

;

ὄχημα A.Supp.183

;

σελίς IG12.374.57

;

κῦμα BMus.Inscr.1012

([place name] Chalcedon);

κ. ἐς τὸ ἔξω Hp. Art.1

;

καμπύλα τε καὶ εὐθέα Pl.R.602c

: metaph., κ. μέλος an ode of varied metre, Simon.29; cf. καμπύλη.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καμπύλος — bent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… …   Dictionary of Greek

  • καμπύλος — η, ο κυρτός, καμπουρωτός: Η επιφάνεια αυτή είναι καμπύλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμπυλώτερον — καμπύλος bent adverbial comp καμπύλος bent masc acc comp sg καμπύλος bent neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπυλώτατον — καμπύλος bent masc acc superl sg καμπύλος bent neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπύλον — καμπύλος bent masc acc sg καμπύλος bent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπύλω — καμπύλος bent masc/neut nom/voc/acc dual καμπύλος bent masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπύλων — καμπύλος bent fem gen pl καμπύλος bent masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπυλωτέρη — καμπύλος bent fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπυλώταται — καμπύλος bent fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπυλώτατος — καμπύλος bent masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”